ράστερ

ράστερ
το, Ν
(τυπογρ. -φωτογρ.) πλέγμα που σχηματίζεται από τη διασταύρωση δύο ομάδων από παράλληλες λεπτές γραμμές, ή από παράλληλες γραμμές από στιγμές δηλαδή τελείες, ομάδων που είναι κάθετες μεταξύ τους και είναι χαραγμένες σε γυάλινη πλάκα ή σε φιλμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Raster < λατ. rastrum «ξύστρο» (< rado «ξύνω»). Έχει επίσης διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το γαλλ. racheter «ξαναγοράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • κλισέ — (γαλλ. cliché). Όρος που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία και στη φωτογραφική τέχνη. Χαρακτηρίζει μια στερεή, επίπεδη ή κυλινδρική πλάκα από τσίγκο, χαλκό, μπρούντζο ή συνθετική ύλη, πάνω στην οποία είναι αποτυπωμένη η απεικόνιση του πρωτότυπου… …   Dictionary of Greek

  • κολλοτυπία — η φωτομηχανική τυπογραφική μέθοδος με την οποία παράγεται ακριβής αναπαράσταση εικόνων γιατί δεν χρησιμοποιούνται ράστερ για ανάλυση τής εικόνας σε κυκκίδες, αλλ. φωτοκολλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. collotype < collo (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”